βιγλίζω

βιγλίζω
(Μ βιγλίζω) [βίγλα]
1. είμαι σκοπός, φρουρώ
2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ
4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω
νεοελλ.
1. εποπτεύω, επιθεωρώ
2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια
3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιγλίζω — βιγλίζω, βίγλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιγλίζω — ισα 1. παρατηρώ από τη βίγλα, φρουρώ. 2. διακρίνω από μακριά: Τον βίγλισε από μισή ώρα δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβίγλιστος — η, ο [βιγλίζω] αυτός που δεν φρουρείται από βίγλα, σκοπιά, αφρούρητος, αφύλαχτος …   Dictionary of Greek

  • ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • ξεβιγλίζω — (Μ) κάνω αναγνώριση, ανίχνευση χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βιγλίζω] …   Dictionary of Greek

  • περικοιμώμαι — άομαι, Α διέρχομαι τη νύχτα ως φρουρός γύρω από έναν τόπο, βιγλίζω ολόγυρα …   Dictionary of Greek

  • φρουρώ — φρούρησα, φρουρήθηκα, φρουρημένος 1. μτβ., φυλάγω ως φρουρός, είμαι φρουρός, φυλάω. 2. είμαι ή φυλάω βάρδια, φυλάω «σκοπός», βιγλίζω, φυλάω καραούλι. 3. φυλάγω, υπερασπίζω κάτι, φροντίζω για την ασφάλειά του: Φρουρούν τα σύνορα. 4. φυλάγω κάτι να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”